- οπλίζω
- (ΑΜ ὁπλίζω)(ενεργ. και μέσ.)1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.)2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο για τη ζωή»)3. μέσ. οπλίζομαιεφοδιάζομαι με κάτι ως ηθικό όπλο («ὁπλίζεσθαι θράσος», Σοφ.)νεοελλ.α) στρ. τοποθετώ, με κατάλληλο χειρισμό τού κινητού ουραίου, φυσίγγιο στη θαλάμη επαναληπτικού τυφεκίου ή τραβώ τον μοχλό τού κλείστρου αυτόματου όπλου ώστε να ακολουθήσει, με την πίεση τής σκανδάλης, η εκπυρσοκρότησηβ) (φωτογρ.) τραβώ τον μοχλό τής φωτογραφικής μηχανής ώστε να γυρίσει το φιλμ στο επόμενο κάδρο και να είναι έτοιμος ο φωτοφράκτης ώστε, με την πίεση τού «κουμπιού», να ανοιγοκλείσει και να αποτυπωθεί η νέα φωτογραφίααρχ.1. ετοιμάζω, προετοιμάζω2. (συν. σχετικά με εδέσματα και ποτά) παρασκευάζω3. α) (σχετικά με στρατιώτες) γυμνάζωβ) (σχετικά με πολίτες) ασκώ στα όπλα («ὁπλίζειν τὸν δῆμον πρότερον ψιλὸν ὄντα», Θουκ.)4. (σχετικά με άμαξα) ζεύω5. (μέσ. και παθ.) α) ετοιμάζομαι να χρησιμοποιήσω κάτιβ) (για πλοίο) εξοπλίζομαι, αρματώνομαιγ) παίρνω θάρροςδ) (για πρόσ.) εφοδιάζομαι με τα αναγκαία και ετοιμάζομαι για μια πράξηε) ετοιμάζω κάτι για τον εαυτό μου6. φρ. α) «ὁπλίζομαι διὰ χειρῶν τινι» — εφοδιάζω τα χέρια μου με κάτιβ) «ὁπλίζομαι χέρα» [ή «χέρας»]εφοδιάζω το χέρι μου με όπλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον. Για το ζεύγος ὁπλέω / ὁπλίζω, πρβλ. κομέω / κομίζω].
Dictionary of Greek. 2013.